ξάνθη: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksanthi | |Transliteration C=ksanthi | ||
|Beta Code=ca/nqh | |Beta Code=ca/nqh | ||
|Definition=ἡ, [[ | |Definition=ἡ, a [[pale-coloured stone]], [[Theophrastus]] ''De Lapidibus'' 37. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξάνθη]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] λίθου («ἄλλη δὲ καλουμένη [[ξάνθη]], οὐ ξανθὴ μὲν τὴν χρόαν, [[ἔκλευκος]] δὲ μᾶλλον, ὅ καλοῦσι [[χρῶμα]] οἱ Δωριεῖς ξανθόν», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθή]] (θηλ. του επιθ. [[ξανθός]]), με αναβιβασμό του τόνου]. | |mltxt=[[ξάνθη]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] λίθου («ἄλλη δὲ καλουμένη [[ξάνθη]], οὐ ξανθὴ μὲν τὴν χρόαν, [[ἔκλευκος]] δὲ μᾶλλον, ὅ καλοῦσι [[χρῶμα]] οἱ Δωριεῖς ξανθόν», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθή]] (θηλ. του επιθ. [[ξανθός]]), με αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, a pale-coloured stone, Theophrastus De Lapidibus 37.
Greek Monolingual
ξάνθη, ἡ (Α)
είδος λίθου («ἄλλη δὲ καλουμένη ξάνθη, οὐ ξανθὴ μὲν τὴν χρόαν, ἔκλευκος δὲ μᾶλλον, ὅ καλοῦσι χρῶμα οἱ Δωριεῖς ξανθόν», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθή (θηλ. του επιθ. ξανθός), με αναβιβασμό του τόνου].