ξάνθη
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Full diacritics: ξάνθη | Medium diacritics: ξάνθη | Low diacritics: ξάνθη | Capitals: ΞΑΝΘΗ |
Transliteration A: xánthē | Transliteration B: xanthē | Transliteration C: ksanthi | Beta Code: ca/nqh |
ἡ, a pale-coloured stone, Thphr. De Lapidibus 37.
ξάνθη, ἡ (Α)
είδος λίθου («ἄλλη δὲ καλουμένη ξάνθη, οὐ ξανθὴ μὲν τὴν χρόαν, ἔκλευκος δὲ μᾶλλον, ὅ καλοῦσι χρῶμα οἱ Δωριεῖς ξανθόν», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθή (θηλ. του επιθ. ξανθός), με αναβιβασμό του τόνου].