υποβολέας: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποβολεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />(στο [[θέατρο]]) [[άτομο]] που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το [[κείμενο]] του ρόλου τους για να τους βοηθάει στο [[έργο]] τους (α. «ο [[υποβολέας]] δεν ακουγόταν [[καθόλου]]» β. «τοῦ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς ῥυθμούς», Πλούτ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διενεργεί [[υποβολή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που υπαγορεύει σε κάποιον τη θέλησή του, που τον οδηγεί να κάνει [[κάτι]], [[ιδίως]] [[κακό]] («αυτά που λες τά έλεγε [[χτες]] ο [[υποβολέας]] σου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατώτερος]] [[βαθμός]] ιερωσύνης («ἀναγνῶσται καὶ ὑποβολεῖς», Σωκρ. Σχ.)<br /><b>2.</b> [[ερμηνευτής]] κειμένου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποβοηθεί τη [[μνήμη]], που υπενθυμίζει<br /><b>2.</b> ύπαγωγεύς. το ξύλινο [[υποστήριγμα]] στα έγχορδα όργανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποβολ</i>- του [[ὑποβάλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[ὑποβολή]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> / -<i>έας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>έας</i>)].
|mltxt=ο / [[ὑποβολεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />(στο [[θέατρο]]) [[άτομο]] που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το [[κείμενο]] του ρόλου τους για να τους βοηθάει στο [[έργο]] τους (α. «ο [[υποβολέας]] δεν ακουγόταν [[καθόλου]]» β. «τοῦ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς ῥυθμούς», Πλούτ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διενεργεί [[υποβολή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που υπαγορεύει σε κάποιον τη θέλησή του, που τον οδηγεί να κάνει [[κάτι]], [[ιδίως]] [[κακό]] («αυτά που λες τά έλεγε [[χτες]] ο [[υποβολέας]] σου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατώτερος]] [[βαθμός]] ιερωσύνης («ἀναγνῶσται καὶ ὑποβολεῖς», Σωκρ. Σχ.)<br /><b>2.</b> [[ερμηνευτής]] κειμένου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποβοηθεί τη [[μνήμη]], που υπενθυμίζει<br /><b>2.</b> ύπαγωγεύς. το ξύλινο [[υποστήριγμα]] στα έγχορδα όργανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποβολ</i>- του [[ὑποβάλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[ὑποβολή]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> / -<i>έας</i> ([[πρβλ]]. [[προβολέας]])].
}}
}}

Revision as of 16:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο / ὑποβολεύς, -έως, ΝΜΑ
(στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο του ρόλου τους για να τους βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῦ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς ῥυθμούς», Πλούτ)
νεοελλ.
1. αυτός που διενεργεί υποβολή
2. μτφ. άτομο που υπαγορεύει σε κάποιον τη θέλησή του, που τον οδηγεί να κάνει κάτι, ιδίως κακό («αυτά που λες τά έλεγε χτες ο υποβολέας σου»)
μσν.
1. κατώτερος βαθμός ιερωσύνης («ἀναγνῶσται καὶ ὑποβολεῖς», Σωκρ. Σχ.)
2. ερμηνευτής κειμένου
αρχ.
1. αυτός που υποβοηθεί τη μνήμη, που υπενθυμίζει
2. ύπαγωγεύς. το ξύλινο υποστήριγμα στα έγχορδα όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποβολ- του ὑποβάλλω (πρβλ. ὑποβολή) + επίθημα -εύς / -έας (πρβλ. προβολέας)].