θελητός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] gewollt, gewünscht, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] [[gewollt]], [[gewünscht]], LXX. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θελητός''': -ή, -όν, ἐπιθυμητός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12). | |lstext='''θελητός''': -ή, -όν, [[ἐπιθυμητός]], Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θελητός]], -ή, -όν (AM) [[θέλω]]<br />[[επιθυμητός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θελητόν</i><br />η [[επιθυμία]], το [[θέλημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελητῶς</i> (Α)<br />εκουσίως, θεληματικά. | |mltxt=[[θελητός]], -ή, -όν (AM) [[θέλω]]<br />[[επιθυμητός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θελητόν</i><br />η [[επιθυμία]], το [[θέλημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[θελητῶς]]</i> (Α)<br />[[ἑκουσίως|εκουσίως]], θεληματικά. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:53, 19 February 2023
English (LSJ)
ή, όν, wished for, desired, LXX 1 Ki. 15.22,Ma.3.12.
German (Pape)
[Seite 1192] gewollt, gewünscht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
θελητός: -ή, -όν, ἐπιθυμητός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12).
Greek Monolingual
θελητός, -ή, -όν (AM) θέλω
επιθυμητός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θελητόν
η επιθυμία, το θέλημα.
επίρρ...
θελητῶς (Α)
εκουσίως, θεληματικά.