λέπισμα: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lepisma | |Transliteration C=lepisma | ||
|Beta Code=le/pisma | |Beta Code=le/pisma | ||
|Definition=ατος, τό, [[peel]], | |Definition=-ατος, τό, [[peel]], [[LXX]] ''Ge.''30.37, Dsc.1.23, Gal.19.106. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, peel, LXX Ge.30.37, Dsc.1.23, Gal.19.106.
German (Pape)
[Seite 29] τό, das Abgeschälte, Schale, Schuppe, = Vorigem, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λέπισμα: τό, τὸ διὰ τῆς ἐκλεπίσεως ἀφαιρούμενον, φλοιός, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 37), Διοσκ. 1. 22, Γαλην.
Greek Monolingual
(I)
λέπισμα, τὸ (Α) λεπίζω (Ι)], αυτό που αφαιρείται με ξεφλούδισμα, το φλούδι.
(II)
το
ζωολ. γένος θυσάνουρων εντόμων της οικογένειας λεπισμίδες.