σφαλίζω: Difference between revisions
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfalizo | |Transliteration C=sfalizo | ||
|Beta Code=sfali/zw | |Beta Code=sfali/zw | ||
|Definition=[[fetter]] (cf. [[σφαλλός]] 2), Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιξεν]], Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιζεν]]. σφάλλον· [[κολάκευσον]], Hsch. | |Definition=[[fetter]] (cf. [[σφαλλός]] 2), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιξεν]], Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιζεν]]. σφάλλον· [[κολάκευσον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
fetter (cf. σφαλλός 2), Hsch. s.v. ἐσφάλιξεν, Phot. s.v. ἐσφάλιζεν. σφάλλον· κολάκευσον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰλίζω: δένω, δεσμεύω, «ἐσφάλιξεν· ἔσφηλεν. ἔδησε· σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμὸς» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φώτ. ἐν λ. ἐσφάλιζεν. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, κλείω, ἀνοίγει καὶ σφαλίζει τὸ στόμα αὐτοῦ συχνὰ διὰ τὴν στενοχωρίαν ἣν ἔχει Ὀρνεοσόφ. σ. 250· σφαλισθῆναι τὰ δημόσια λουτρὰ Θεοφάν. σ. 107.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σφαλός
νεοελλ.
κλείνω μέσα, περιορίζω
νεοελλ.-μσν.
1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.)
2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
δένω, δεσμεύω («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμός», Ησύχ.).
German (Pape)
Hesych. führt ἐσφάλιξεν an und erkl. ἔδησεν, σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμός.