σύνταρρος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntarros | |Transliteration C=syntarros | ||
|Beta Code=su/ntarros | |Beta Code=su/ntarros | ||
|Definition= | |Definition=σύνταρρον, ([[ταρρός]], [[ταρσός]]) [[interwoven]], [[entangled]], [[δένδρον]] σύνταρρον = a [[tree]] [[with interlacing roots]], ib.3.7.2, cf. 10.7. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
σύνταρρον, (ταρρός, ταρσός) interwoven, entangled, δένδρον σύνταρρον = a tree with interlacing roots, ib.3.7.2, cf. 10.7.
Greek (Liddell-Scott)
σύνταρρος: -ον, (ταρρός, ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πλεγμένος, περίπλοκος
2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].
German (Pape)
zusammengeflochten, durcheinandergewachsen, δένδρον, ein Baum mit in einander verwachsenen Wurzeln, Theophr.