Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀνειρώττω: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
m (pape replacement)
mNo edit summary
Line 4: Line 4:
{{pape
{{pape
|ptext=att. = [[ὀνειρώσσω]].
|ptext=att. = [[ὀνειρώσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀνειρώττω]] και [[ὀνειρώσσω]])<br />έχω [[ονείρωξη]], [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ποθώ]] να αποκτήσω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i>, δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> [[λοιμώττω]], [[υπνώττω]])].
}}
}}

Revision as of 20:47, 11 January 2024

French (Bailly abrégé)

att. c. ὀνειρώσσω.

German (Pape)

att. = ὀνειρώσσω.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω)
έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου
αρχ.
μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμώττω, υπνώττω)].