κυνοκράμβη: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynokramvi | |Transliteration C=kynokramvi | ||
|Beta Code=kunokra/mbh | |Beta Code=kunokra/mbh | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[κυνέα]], Ps.- Dsc.4.190.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀπόκυνον]], Dsc.4.80, ''Gp.''13.4.7 and 7.1. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A = κυνέα, Ps.- Dsc.4.190.
2 = ἀπόκυνον, Dsc.4.80, Gp.13.4.7 and 7.1.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκράμβη: κοινῶς: «σκαρολάχανον» ἢ «καρμπολάχανον», Διοσκ. 4. 192, Γεωπ. 13. 4, 7, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM κυνοκράμβη)
νεοελλ.
το φυτό θηλυγόνο
μσν.-αρχ.
το φυτό απόκυνο
αρχ.
το φυτό κυνέα.
German (Pape)
ἡ, Hundekohl, Diosc.