προικοδότης: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proikodotis | |Transliteration C=proikodotis | ||
|Beta Code=proikodo/ths | |Beta Code=proikodo/ths | ||
|Definition= | |Definition=προικοδότου, ὁ, = [[ἐεδνωτής]], Sch.DIl.13.382. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:19, 25 August 2023
English (LSJ)
προικοδότου, ὁ, = ἐεδνωτής, Sch.DIl.13.382.
Greek (Liddell-Scott)
προικοδότης: -ου, ὁ, ὁ προικοδοτῶν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 382 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐεδνωτής.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
αυτός που δίνει προίκα, αυτός που προικοδοτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.
German (Pape)
ὁ, der eine Gabe gibt, der umsonst gibt, Schol. min. Il. 13.382.