χειρορρέκτης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χειρουργός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χειροέρκτης]] θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε [[χειρορρέκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρέκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>ρρέκτης</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χειρουργός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χειροέρκτης]] θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε [[χειρορρέκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρέκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]]»), [[πρβλ]]. [[μεγαλορρέκτης]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, = [[χειρουργός]], Hesych.
|ptext=ὁ, = [[χειρουργός]], Hesych.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

χειρορρέκτης: -ου, ὁ, (ῥέζω) = χειρουργός, Ἡσύχ. (ἔνθα ἡμαρτ. γραφ. χειροέρκτης).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειρουργός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χειροέρκτης θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε χειρορρέκτης < χειρ(ο)- + -ρρέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλορρέκτης].

German (Pape)

ὁ, = χειρουργός, Hesych.