χερσόβιος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που ζει αποκλειστικά στην [[ξηρά]] («χερσόβιοι οργανισμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ζει στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον λιμνόβιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιμνό</i>-<i>βιος</i>, <i>ὑγρό</i>-<i>βιος</i>)].
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που ζει αποκλειστικά στην [[ξηρά]] («χερσόβιοι οργανισμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ζει στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον λιμνόβιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> [[λιμνόβιος]], [[ὑγρόβιος]])].
}}
}}

Revision as of 08:20, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσόβῐος Medium diacritics: χερσόβιος Low diacritics: χερσόβιος Capitals: ΧΕΡΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: chersóbios Transliteration B: chersobios Transliteration C: chersovios Beta Code: xerso/bios

English (LSJ)

ον, living on dry land, opp. λιμνόβιος, Philum.Ven. 36.1.

German (Pape)

[Seite 1351] auf dem festen Lande lebend, Gegensatz λιμνόβιος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ λιμνόβιος, Ἀετ. Ἀλεξιφ. 36.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί»)
αρχ.
αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνόβιος, ὑγρόβιος)].