χερσόβιος: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που ζει αποκλειστικά στην [[ξηρά]] («χερσόβιοι οργανισμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ζει στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον λιμνόβιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που ζει αποκλειστικά στην [[ξηρά]] («χερσόβιοι οργανισμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ζει στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον λιμνόβιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> [[λιμνόβιος]], [[ὑγρόβιος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, living on dry land, opp. λιμνόβιος, Philum.Ven. 36.1.
German (Pape)
[Seite 1351] auf dem festen Lande lebend, Gegensatz λιμνόβιος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ λιμνόβιος, Ἀετ. Ἀλεξιφ. 36.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί»)
αρχ.
αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνόβιος, ὑγρόβιος)].