βάκχος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=τό [[ὄνομα]] τοῦ θεοῦ Διονύσου). Πιθανόν συγγενικό μέ τό ἠχῶ, [[ἰαχή]]. Ρίζα: ϝαχ → ϝι + ϝακ + χος→ [[Βάκχος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[βακχεύω]] (=γιορτάζω τή γιορτή τοῦ Βάκχου, κατέχομαι ἀπό [[μανία]]), [[Βάκχειος]], [[βακχεία]], [[βάκχευμα]], [[βάκχευσις]], [[βακχευτής]], [[Βάκχη]] (=μαινάδα), [[βακχευτικός]].
|mantxt=(=τό [[ὄνομα]] τοῦ θεοῦ Διονύσου). Πιθανόν συγγενικό μέ τό ἠχῶ, [[ἰαχή]]. Ρίζα: ϝαχ → ϝι + ϝακ + χος→ [[Βάκχος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[βακχεύω]] (=γιορτάζω τή γιορτή τοῦ Βάκχου, κατέχομαι ἀπό [[μανία]]), [[Βάκχειος]], [[βακχεία]], [[βάκχευμα]], [[βάκχευσις]], [[βακχευτής]], [[Βάκχη]] (=[[μαινάδα]]), [[βακχευτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 29 November 2022

Russian (Dvoretsky)

βάκχος:
1 жрец Вакха, вакхант Plat.: Ἃιδου β. Eur. одержимый Гадесом, т. е. лишившийся рассудка;
2 вино (κρατὴρ βάκχου Eur.; βάκχον ἐκπιών Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: a fish, kind of κεστρεύς (Hicesios apud Ath. 306 e)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: S. Thomson Fishes , Saint-Denis, Animaux marins and Strömberg Fischnamen 96.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάκχος -ου, ὁ bacchant (een volgeling van Dionysus) :. ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι er zijn veel thyrsusdragers, maar weinig bacchanten (spreekwoord, vgl. Ned. ‘velen worden geroepen, weinigen zijn uitverkoren’) Plat. Phaed. 69d.

English (Woodhouse)

bacchic reveller

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τό ὄνομα τοῦ θεοῦ Διονύσου). Πιθανόν συγγενικό μέ τό ἠχῶ, ἰαχή. Ρίζα: ϝαχ → ϝι + ϝακ + χος→ Βάκχος.
Παράγωγα: βακχεύω (=γιορτάζω τή γιορτή τοῦ Βάκχου, κατέχομαι ἀπό μανία), Βάκχειος, βακχεία, βάκχευμα, βάκχευσις, βακχευτής, Βάκχη (=μαινάδα), βακχευτικός.