κάθειρξις: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=φυλάκιση). Ἀπό τό [[καθείργνυμι]] [[κατά]] + [[εἵργνυμι]] (=[[ἐμποδίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[φυλάκιση]]). Ἀπό τό [[καθείργνυμι]] [[κατά]] + [[εἵργνυμι]] (=[[ἐμποδίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθειρξις Medium diacritics: κάθειρξις Low diacritics: κάθειρξις Capitals: ΚΑΘΕΙΡΞΙΣ
Transliteration A: kátheirxis Transliteration B: katheirxis Transliteration C: katheirksis Beta Code: ka/qeircis

English (LSJ)

εως, ἡ, Att. for κάτειρξις, shutting in, confining, Plu.2.366d, Ael.NA15.27, Aristid.Or.48(24).58.

German (Pape)

[Seite 1282] ἡ, das Einschließen, Einsperren; εἰς τὴν σορόν Plut. de Is. et Os. 39; Ael. H. A. 15, 27 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'enfermer ou de tenir enfermé.
Étymologie: καθείργνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κάθειρξις: -εως, ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κάτειρξις, τὸ καθείργειν, περιορίζειν, φυλάκισις, Αἰλ. π. Ζ. 15. 27, Πλούτ. 2. 366D, Ἀριστείδ. 1. 303.

Russian (Dvoretsky)

κάθειρξις: εως ἡ
1 запирание, вкладывание, положение (εἰς τὴν σορὸν Ὀσίριδος Plut.);
2 сдерживание (τῶν ἐπιθυμιῶν ὑπὸ λόγου Plut.).

Mantoulidis Etymological

(=φυλάκιση). Ἀπό τό καθείργνυμι κατά + εἵργνυμι (=ἐμποδίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.