κοτυλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοτυλοειδής -ές [κοτύλη, εἶδος] [[komvormig]].
|elnltext=κοτυλοειδής -ές [[[κοτύλη]], [[εἶδος]]] [[komvormig]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ές, <i>[[pfannenförmig]]</i>, Hippocr.
|ptext=ές, <i>[[pfannenförmig]]</i>, Hippocr.
}}
}}

Revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλοειδής Medium diacritics: κοτυλοειδής Low diacritics: κοτυλοειδής Capitals: ΚΟΤΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kotyloeidḗs Transliteration B: kotyloeidēs Transliteration C: kotyloeidis Beta Code: kotuloeidh/s

English (LSJ)

ές, cup-shaped, χώρη Hp. Art.79.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κοτύλης, ποτηρίου, χώρη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838.

Greek Monolingual

-ες (Α κοτυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κοτύλης, κυπέλλου, ποτηριού (α. «κοτυλοειδής κοιλότητα της λεκάνης» β. «κοτυλοειδὴς χώρη», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτυλοειδής -ές [κοτύλη, εἶδος] komvormig.

German (Pape)

ές, pfannenförmig, Hippocr.