διασποδέω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(b)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] beschlafen, Ar. Eccl. 939, VLL. διασείειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] beschlafen, Ar. Eccl. 939, VLL. διασείειν.
}}
{{ls
|lstext='''διασποδέω''': ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λατ. subagitare, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 939, πρβλ. [[διακροτέω]], Ἡσύχ. ἐν λ. διεσποδημένη καὶ ἐν λ. διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε.
}}
}}

Revision as of 10:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασποδέω Medium diacritics: διασποδέω Low diacritics: διασποδέω Capitals: ΔΙΑΣΠΟΔΕΩ
Transliteration A: diaspodéō Transliteration B: diaspodeō Transliteration C: diaspodeo Beta Code: diaspode/w

English (LSJ)

sens. obsc., = Lat.

   A subigitare, Ar.Ec.939, cf. Hsch. s.v. διεσποδημένη; διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε, Id.

German (Pape)

[Seite 603] beschlafen, Ar. Eccl. 939, VLL. διασείειν.

Greek (Liddell-Scott)

διασποδέω: ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λατ. subagitare, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 939, πρβλ. διακροτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. διεσποδημένη καὶ ἐν λ. διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε.