τριηρικός: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triirikos
|Transliteration C=triirikos
|Beta Code=trihriko/s
|Beta Code=trihriko/s
|Definition=ή, όν, = [[τριηριτικός]], [[σκεύη]] <span class="bibl">D.47.19</span>; λιμήν <span class="bibl">Str.14.2.15</span>, cj. in <span class="bibl">13.2.2</span>; <b class="b3">αὐλεῖν τὸ τ</b>. (sc. [[μέλος]]) <span class="bibl">Ath.12.535d</span>; but τὸ τ. [[the class which serves in a trireme]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1291b23</span>.
|Definition=ή, όν, = [[τριηριτικός]], [[σκεύη]] <span class="bibl">D.47.19</span>; λιμήν <span class="bibl">Str.14.2.15</span>, cj. in <span class="bibl">13.2.2</span>; <b class="b3">αὐλεῖν τὸ τ</b>. (''[[sc.]]'' [[μέλος]]) <span class="bibl">Ath.12.535d</span>; but τὸ τ. [[the class which serves in a trireme]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1291b23</span>.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηρικός Medium diacritics: τριηρικός Low diacritics: τριηρικός Capitals: ΤΡΙΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: triērikós Transliteration B: triērikos Transliteration C: triirikos Beta Code: trihriko/s

English (LSJ)

ή, όν, = τριηριτικός, σκεύη D.47.19; λιμήν Str.14.2.15, cj. in 13.2.2; αὐλεῖν τὸ τ. (sc. μέλος) Ath.12.535d; but τὸ τ. the class which serves in a trireme, Arist. Pol.1291b23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de trière;
subst. τὸ τριηρικόν :
1 chant des rameurs;
2 équipage d'une navire.
Étymologie: τριήρης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριηρικός -ή -όν [τριήρης] tot de triëre behorend; subst. τὸ τριηρικόν: de roeibemanning op de oorlogsschepen. Aristot. Pol. 1291b23.

Russian (Dvoretsky)

τριηρικός: предназначенный для триеры, корабельный (σκευή Dem.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τριήρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τοῦτον ὀφείλοντα τῇ πόλει σκεύη τριηρικά», Δημοσθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριηρικόν
το πλήρωμα τριήρους.

Greek Monotonic

τριηρικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε τριήρη, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τριηρικός: -ή, -όν, τριηριτικός, σκεύη Δημ. 1145. 2· αὐλεῖν τὸ τρ. (ἐξυπακ. μέλος) Ἀθήν. 535D· ἀλλὰ τριηρικὸν = οἱ τριηρῖται, τὸ πλήρωμα, οἱ ναῦται τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.

Middle Liddell

τριηρικός, ή, όν [from τριήρης
of or for a trireme, Dem.

English (Woodhouse)

of triremes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

τριηρετικός; ηὔλει τὸ τριηρικόν, Ath. XII.535d; τὸ τρ. = das Schiffsvolk, Arist. Pol. 4.4.