νηπιέη: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νηπιέη:''' βλ. [[νηπιάα]]. | |lsmtext='''νηπιέη:''' βλ. [[νηπιάα]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[childishness]]=== | |||
Estonian: lapsikus; French: [[enfantillage]]; Galician: puerilidade, rapazada; German: [[Kinderei]]; Gothic: 𐌱𐌰𐍂𐌽𐌹𐍃𐌺𐌴𐌹; Greek: [[ανωριμότητα]], [[παιδιαρίσματα]]; Ancient Greek: [[νηπιέη]], [[νηπιότης]], [[νηπιοφροσύνη]], [[παιδία]], [[τὸ μειρακιῶδες]]; Hungarian: gyerekesség; Middle English: childhode; Nahuatl: tēlpōchcaconēyōtl; Old Norse: bernska; Portuguese: [[criancice]], [[puerilidade]], [[infantilismo]], [[parvulez]], [[gurizada]]; Spanish: [[puerilidad]], [[niñería]], [[chiquillada]], [[infantilismo]], [[infantilada]], [[niñada]], [[chiquillería]]; Swedish: barnslighet | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 13 February 2023
English (LSJ)
ἡ, Ep. form for *νηπιίη, (νήπιος) childhood, childishness, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Il.9.491: in plural, οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας (for Νηπιίας) ὀχέειν Od.1.297; ἐπεὶ… ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν in childish fashion, Il.15.363; ἡγήσατο νηπιέῃσι led them in his folly, Od.24.469.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 bas âge, première enfance;
2 puérilité, enfantillage.
Étymologie: νήπιος.
German (Pape)
ἡ, ion. = νηπιάα, Unmündigkeit, Kindheit, πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, Il. 9.485 ff, wo Andere es für kindische Unbeholfenheit erkl.; gew. kindisches Wesen, Torheit, νηπιέῃσι ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων, Il. 20.411, vgl. 15.363, Od. 24.469.
Russian (Dvoretsky)
νηπιέη: ἡ (только dat. обоих чисел и acc. pl. νηπιάας)
1 младенчество, детство: ἐν νηπιέῃ Hom. в дни детства;
2 детская забава, ребячество: νηπιάας ὀχέειν Hom. по-детски шалить, ребячиться; νηπιέῃσιν Hom. по-детски, ребячески.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιέη: ἴδε νηπιάα.
English (Autenrieth)
(νήπιος), acc. pl. νηπιάᾶς: infancy, childhood, helplessness of childhood, Il. 9.491; pl., childish thoughts.
Greek Monolingual
νηπιέη και νηπιάα, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. η ηλικία του νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» — δεν πρέπει να φέρεσαι με παιδαριώδεις τρόπους, Ομ. Οδ.)
3. (η δοτ. ως επίρρ.) νηπιέησιν
με παιδαριώδη τρόπο («ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῇσιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -έη, κατά το ηνορέη. Ο τ. της αιτ. πληθ. νηπιάας οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
νηπιέη: βλ. νηπιάα.
Translations
childishness
Estonian: lapsikus; French: enfantillage; Galician: puerilidade, rapazada; German: Kinderei; Gothic: 𐌱𐌰𐍂𐌽𐌹𐍃𐌺𐌴𐌹; Greek: ανωριμότητα, παιδιαρίσματα; Ancient Greek: νηπιέη, νηπιότης, νηπιοφροσύνη, παιδία, τὸ μειρακιῶδες; Hungarian: gyerekesség; Middle English: childhode; Nahuatl: tēlpōchcaconēyōtl; Old Norse: bernska; Portuguese: criancice, puerilidade, infantilismo, parvulez, gurizada; Spanish: puerilidad, niñería, chiquillada, infantilismo, infantilada, niñada, chiquillería; Swedish: barnslighet