μακροπτόλεμος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=makroptolemos | |Transliteration C=makroptolemos | ||
|Beta Code=makropto/lemos | |Beta Code=makropto/lemos | ||
|Definition=ὁ, = [[Τηλέμαχος]], Theoc. | |Definition=ὁ, = [[Τηλέμαχος]], Theoc.''Syrinx'' 1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = Τηλέμαχος, Theoc.Syrinx 1.
German (Pape)
lange Krieg führend, Theocr. Syrinx (XV.21).
Russian (Dvoretsky)
μακροπτόλεμος: долго воюющий Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μακροπτόλεμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.
Greek Monolingual
μακροπτόλεμος, -ον (Α)
(κατά μεταφορά του ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πτόλεμος (πρβλ. λιποπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].