ἀβρίξ: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[βρίζω]]), schlaflos, munter, Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[βρίζω]]), [[schlaflos]], [[munter]], Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβρίξ''': «[[ἐγρηγόρως]]», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ [[λέξις]] [[ἀβρίξ]], ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· [[ἴσως]] γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872. | |lstext='''ἀβρίξ''': «[[ἐγρηγόρως]]», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ [[λέξις]] [[ἀβρίξ]], ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· [[ἴσως]] γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:45, 23 December 2022
English (LSJ)
watchfully; v. ἄβρικτος.
German (Pape)
[Seite 4] (βρίζω), schlaflos, munter, Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρίξ: «ἐγρηγόρως», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ λέξις ἀβρίξ, ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ χωρίον ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· ἴσως γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872.