ποστημόριον: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=postimorion | |Transliteration C=postimorion | ||
|Beta Code=posthmo/rion | |Beta Code=posthmo/rion | ||
|Definition=and [[ποστήμορον]], τό, [[fraction]], | |Definition=and [[ποστήμορον]], τό, [[fraction]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:37, 25 August 2023
English (LSJ)
and ποστήμορον, τό, fraction, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
ποστημόριον: τὸ, τί μέρος ἢ κλάσμα τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μέρος, κλάσμα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποστός + μόριον (πρβλ. < δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε ανομοίωση προς αποφυγή τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών].