abominable: Difference between revisions
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἁγής]], [[ἅγιος]], [[ἄζηλος]], [[ἀθέμιστος]], [[ἀλιταίνω]], [[ἀλιτηριώδης]], [[ἀναίσχυντος]], [[ἀπεύχετος]], [[ἀπόπτυστος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἀπότρεπτος]], [[ἀπότροπος]], [[βδελυκτός]], [[βδελύκτροπος]], [[βδελυρός]], [[βδελυρώδης]], [[ἐναγής]], [[ἐξάγιστος]] | |sltx=[[ἁγής]], [[ἅγιος]], [[ἄζηλος]], [[ἀθέμιστος]], [[ἀλιταίνω]], [[ἀλιτηριώδης]], [[ἀναίσχυντος]], [[ἀπεύχετος]], [[ἀπόπτυστος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἀπότρεπτος]], [[ἀπότροπος]], [[βδελυκτός]], [[βδελύκτροπος]], [[βδελυρός]], [[βδελυρώδης]], [[ἐβδελυγμένος]], [[ἐναγής]], [[ἐξάγιστος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 4 January 2023
English > Greek (Woodhouse)
adjective
See hateful.
Spanish > Greek
ἁγής, ἅγιος, ἄζηλος, ἀθέμιστος, ἀλιταίνω, ἀλιτηριώδης, ἀναίσχυντος, ἀπεύχετος, ἀπόπτυστος, ἀπόρρητος, ἀπότρεπτος, ἀπότροπος, βδελυκτός, βδελύκτροπος, βδελυρός, βδελυρώδης, ἐβδελυγμένος, ἐναγής, ἐξάγιστος