βολιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=volistikos | |Transliteration C=volistikos | ||
|Beta Code=bolistiko/s | |Beta Code=bolistiko/s | ||
|Definition= | |Definition=βολιστική, βολιστικόν, ([[βόλος]]) [[to be caught by the casting-net]], Plu.2.977f. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:24, 25 August 2023
English (LSJ)
βολιστική, βολιστικόν, (βόλος) to be caught by the casting-net, Plu.2.977f.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
susceptible de ser pescado con esparavel de ciertos peces, Plu.2.977f.
German (Pape)
[Seite 452] mit Netzen zu fangen, Plut. sol. an. 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on peut prendre avec un filet.
Étymologie: βολίς.
Russian (Dvoretsky)
βολιστικός: закидной (sc. τῶν δικτύων γένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βολιστικός: -ή, -όν, (βόλος) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ εἰς τὸ ῥιπτόμενον δίκτυον (τὸν «πεζόβολον»), Πλούτ. 2. 977Ε.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α βολιστικός, -ή, -όν) βολίζω
νεοελλ.
ο σχετικός με τη βόλιση
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ.