δίγνωμος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
(a) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] zweifelhaft, Simplic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] zweifelhaft, Simplic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δίγνωμος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, [[ἀμφίβολος]], Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δισταγμός]], τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, [[προσποίησις]], [[ἀστάθεια]], Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:53, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of two minds, vacillating, Simp.in Epict.p.134 D., Diogenian.4.32.
German (Pape)
[Seite 615] zweifelhaft, Simplic.
Greek (Liddell-Scott)
δίγνωμος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, ἀμφίβολος, Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, ἀμφιβολία, δισταγμός, τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, προσποίησις, ἀστάθεια, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143.