οἴημα: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiima | |Transliteration C=oiima | ||
|Beta Code=oi)/hma | |Beta Code=oi)/hma | ||
|Definition=ατος, τό, ([[οἴομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[opinion]], D.C.Fr.12.8(pl.).<br><span class="bld">II</span> [[self-conceit]], οἴημα καὶ [[τῦφος]] Plu.2.39d; [[οἴημα]] καὶ [[ἀλαζονεία]] ib.43b. | |Definition=-ατος, τό, ([[οἴομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[opinion]], D.C.Fr.12.8(pl.).<br><span class="bld">II</span> [[self-conceit]], οἴημα καὶ [[τῦφος]] Plu.2.39d; [[οἴημα]] καὶ [[ἀλαζονεία]] ib.43b. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (οἴομαι)
A opinion, D.C.Fr.12.8(pl.).
II self-conceit, οἴημα καὶ τῦφος Plu.2.39d; οἴημα καὶ ἀλαζονεία ib.43b.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.
Étymologie: οἴομαι.
German (Pape)
τό, die Meinung (οἴομαι), bes. die Meinung, die man von sich hat, Eigendünkel, καὶ ὁ τῦφος, Plut. de audit. 4 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
οἴημα: ατος τό самомнение (οἴ. καὶ ἀλαζονεία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
οἴημα: τό, γνώμη· ἰδίως γνώμη τινὸς περὶ ἑαυτοῦ, οἴησις, ἔπαρσις, οἴημα καὶ τῦφος Πλούτ. 2. 39D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· οἴημα καὶ ἀλαζονεία αὐτόθι 43Β.
Greek Monolingual
οἴημα, τὸ (Α)
(γενικά)
1. ιδέα, γνώμη
2. (ειδικά) η μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, έπαρση, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι + κατάλ. -μα].