φριξαύχην: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ενος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει ανορθωμένη [[χαίτη]] («κάπρον φριξαύχενα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φριξός]] «ανορθωμένος» <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ενος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει ανορθωμένη [[χαίτη]] («κάπρον φριξαύχενα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φριξός]] «ανορθωμένος» <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> [[καμπυλαύχην]], [[μεγαλαύχην]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 8 May 2023
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, with ruffling neck, of dolphins, Arion v. 8; κάπρος Trag.Adesp.383.
German (Pape)
[Seite 1307] ενος, mit sträubendem Halse, Nacken, mit aufgerichteten Mähnen; vom Delphin Arion 1, 8; κάπρος poet. bei Plut. coh. ira 14.
French (Bailly abrégé)
χενος (ὁ, ἡ)
dont le cou est hérissé de soies.
Étymologie: φρίσσω, αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
φριξαύχην: χενος adj. со щетинистой или взъерошенной шеей (κάπρος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φριξαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀνωρθωμένην τὴν χαίτην, σεισμοὶ φρ., οἱ δελφῖνες, Ἀρίων παρὰ τῷ Bgk. σ. 567· κάπρος Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 462Ε.
Greek Monolingual
-ενος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει ανορθωμένη χαίτη («κάπρον φριξαύχενα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + αὐχήν, -ένος (πρβλ. καμπυλαύχην, μεγαλαύχην)].