ἔνδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(a) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ὁ, Einband, Band, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ὁ, Einband, Band, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔνδεσμος''': ὁ, [[τεμάχιον]] πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει [[εἶδος]] σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς [[ὀθόνιον]] καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον [[ἀγγεῖον]], ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) [[βαλλάντιον]], [[ἔνδεσμος]] ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A bundle, bag, Dsc.3.83, LXX 3 Ki.6.10, al., Luc.Lex.10; ἔ. ἀργυρίου purse, LXX Pr.7.20. II Archit., bonding, τείχους SIG2587.308 (pl., written ἐνδέσζμων) ; ἔ. ποιεῖσθαι τοῦ ἔργου Procop.Pers.2.26.
German (Pape)
[Seite 832] ὁ, Einband, Band, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδεσμος: ὁ, τεμάχιον πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει εἶδος σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς ὀθόνιον καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον ἀγγεῖον, ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) βαλλάντιον, ἔνδεσμος ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20).