Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμπανοτρίβης: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
m (Text replacement - "Full diacritics=τυμπᾰν" to "Full diacritics=τῠμπᾰν")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τῠμπᾰνοτρίβης
|Full diacritics=τῠμπᾰνοτρῐ́βης
|Medium diacritics=τυμπανοτρίβης
|Medium diacritics=τυμπανοτρίβης
|Low diacritics=τυμπανοτρίβης
|Low diacritics=τυμπανοτρίβης

Revision as of 16:16, 2 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνοτρῐ́βης Medium diacritics: τυμπανοτρίβης Low diacritics: τυμπανοτρίβης Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: tympanotríbēs Transliteration B: tympanotribēs Transliteration C: tympanotrivis Beta Code: tumpanotri/bhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, drummer, esp. used of the Galli in the worship of Cybele, in Lat. form tympanotriba, Plaut.Truc.611.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπανοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ, ὁ τὸ τύμπανον κρούων, τυμπανοκρούστης, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν Κορυβάντων κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Κυβέλης, tympanotriba παρὰ Πλαύτῳ Truc. 2. 7, 49 μετὰ σημασίας ὀνειδιστικῆς, τρυφηλός, θηλυδριώδης, ἐκτεθηλυμμένος (περὶ τῶν ἱερέων τῆς Κυβέλης).

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που κρούει το τύμπανο, τυμπανοκρούστης
2. μτφ. (για τους ευνούχους ιερείς της Κυβέλης) θηλυπρεπής, κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -τρίβης (< τρίβω), πρβλ. φαρμακο-τρίβης].

German (Pape)

ὁ, Paukenschläger, übertragen, ein unmännlicher, weibischer Mensch, wie die entmannten paukenschlagenden Priester der Cybele.