domador: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[δαμαστής]], [[θηριοδαμαστής]]; Ancient Greek: [[δαμαντήρ]], [[δαμάσιππος]], [[δαμνηπῶλος]], [[δάμνιππος]], [[δμητήρ]], [[ἡμερωτής]], [[ἱππόδαμος]], [[πραϋντής]], [[πωλευτής]], [[πωλοδαμαστής]], [[πωλοδάμνης]], [[πωλοτρόφος]], [[τιθασευτής]], [[δαμαστικός]]
|sltx=[[δαμαντήρ]], [[δαμάσιππος]], [[δαμνηπῶλος]], [[δάμνιππος]], [[δμητήρ]], [[ἡμερωτής]], [[ἱππόδαμος]], [[πραϋντής]], [[πωλευτής]], [[πωλοδαμαστής]], [[πωλοδάμνης]], [[πωλοτρόφος]], [[τιθασευτής]], [[δαμαστικός]]
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 10:33, 27 March 2023

Spanish > Greek

δαμαντήρ, δαμάσιππος, δαμνηπῶλος, δάμνιππος, δμητήρ, ἡμερωτής, ἱππόδαμος, πραϋντής, πωλευτής, πωλοδαμαστής, πωλοδάμνης, πωλοτρόφος, τιθασευτής, δαμαστικός