amaestrador

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Spanish > Greek

δαμαντήρ, δαμάσιππος, δαμνηπῶλος, δάμνιππος, δμητήρ, ἡμερωτής, ἱππόδαμος, πραϋντής, πωλευτής, πωλοδαμαστής, πωλοδάμνης, πωλοτρόφος, τιθασευτής, δαμαστικός