ξενότροπος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksenotropos
|Transliteration C=ksenotropos
|Beta Code=ceno/tropos
|Beta Code=ceno/tropos
|Definition=ον, gloss on [[ἑτερότροπος]], Sch. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span> 1.379</span>.
|Definition=ξενότροπον, ''Glossaria'' on [[ἑτερότροπος]], Sch. Opp.''H.'' 1.379.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενότροπος Medium diacritics: ξενότροπος Low diacritics: ξενότροπος Capitals: ΞΕΝΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: xenótropos Transliteration B: xenotropos Transliteration C: ksenotropos Beta Code: ceno/tropos

English (LSJ)

ξενότροπον, Glossaria on ἑτερότροπος, Sch. Opp.H. 1.379.

Greek (Liddell-Scott)

ξενότροπος: -ον, ὁ ἔχων ξένους τρόπους, Πισίδ. Ἑξαήμ. 422. - Ἐπίρρ. ξενοτρόπως, Θεοδ. Διακ. Ἀκροάσ. 1, 108, Θ. Πρόδρ. ἐν Notices τόμ. 6, σ. 499.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ξενότροπος, -ον)
παράξενος, αλλόκοτος
νεοελλ.
αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται κατά τον τρόπο τών ξένων.
επίρρ...
ξενοτρόπως και ξενότροπα (Μ ξενοτρόπως)
με παράξενο τρόπο
νεοελλ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων
μσν.
με θαυμαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόπος (πρβλ. ιδιότροπος)].