ξενότροπος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenotropos | |Transliteration C=ksenotropos | ||
|Beta Code=ceno/tropos | |Beta Code=ceno/tropos | ||
|Definition= | |Definition=ξενότροπον, ''Glossaria'' on [[ἑτερότροπος]], Sch. Opp.''H.'' 1.379. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ξενότροπον, Glossaria on ἑτερότροπος, Sch. Opp.H. 1.379.
Greek (Liddell-Scott)
ξενότροπος: -ον, ὁ ἔχων ξένους τρόπους, Πισίδ. Ἑξαήμ. 422. - Ἐπίρρ. ξενοτρόπως, Θεοδ. Διακ. Ἀκροάσ. 1, 108, Θ. Πρόδρ. ἐν Notices τόμ. 6, σ. 499.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ξενότροπος, -ον)
παράξενος, αλλόκοτος
νεοελλ.
αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται κατά τον τρόπο τών ξένων.
επίρρ...
ξενοτρόπως και ξενότροπα (Μ ξενοτρόπως)
με παράξενο τρόπο
νεοελλ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων
μσν.
με θαυμαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόπος (πρβλ. ιδιότροπος)].