ονυχίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνυχίτης]], ό, θηλ. ὀνυχῑτις (Α)<br />[[είδος]] ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («[[ὀνυχίτης]] [[λίθος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ξυλίτης]])].
|mltxt=[[ὀνυχίτης]], ό, θηλ. ὀνυχῖτις (Α)<br />[[είδος]] ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («[[ὀνυχίτης]] [[λίθος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ξυλίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:47, 6 February 2024

Greek Monolingual

ὀνυχίτης, ό, θηλ. ὀνυχῖτις (Α)
είδος ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («ὀνυχίτης λίθος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (ΙΙ) + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλίτης)].