πολυγενής: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polygenis | |Transliteration C=polygenis | ||
|Beta Code=polugenh/s | |Beta Code=polugenh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυγενές, ([[γένος]]) [[of many families]], Poll.9.21; <b class="b3">π. τὸν Δία προσηγόρευσεν</b> ''PMich.'' in ''Class.Phil.''22.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυγενές, (γένος) of many families, Poll.9.21; π. τὸν Δία προσηγόρευσεν PMich. in Class.Phil.22.9.
German (Pape)
[Seite 660] ές, von vielen, vielerlei Geschlechtern; Poll. 6, 171; Schol. Il. 2, 804.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ πολλῶν οἰκογενειῶν ἀποτελούμενος, Πολυδ. Ϛ΄, 171, Θ΄, 21.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γενής (< γένος), πρβλ. μονογενής, ομογενής].