ξυλοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksylotrofos | |Transliteration C=ksylotrofos | ||
|Beta Code=culotro/fos | |Beta Code=culotro/fos | ||
|Definition= | |Definition=ξυλοτρόφον, [[producing timber]], ὄρη Str.''Chr.''4.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ξυλοτρόφον, producing timber, ὄρη Str.Chr.4.21.
German (Pape)
[Seite 281] Holz nährend, tragend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων ξύλα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ.
Greek Monolingual
-ο (Α ξυλοτρόφος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοτρόφα και ορθότ. ξυλότροφα
εντομολ. τα ξυλοφάγο έντομα
αρχ.
αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -τρόφος (< τρέφω «παράγω»), πρβλ. λωτοτρόφος].