χειροσκόπος: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheiroskopos | |Transliteration C=cheiroskopos | ||
|Beta Code=xeirosko/pos | |Beta Code=xeirosko/pos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[inspecting the hand]], = [[χειρόμαντις]], Artem.2.69.<br><span class="bld">II</span> [[counter of hands]], i.e. [[teller of votes]], IG9(1).109.8 (Elatea), Bull. Soc. royale des lettres de Lund 1928/9 iv 43 (Cardamyle, i A.D.), Tim.''Lex.'', Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A inspecting the hand, = χειρόμαντις, Artem.2.69.
II counter of hands, i.e. teller of votes, IG9(1).109.8 (Elatea), Bull. Soc. royale des lettres de Lund 1928/9 iv 43 (Cardamyle, i A.D.), Tim.Lex., Suid.
German (Pape)
[Seite 1346] die Hand beschauend, bes. um daraus zu weissagen, ὁ χειροσκόπος = χειρόμαντις, Sp. – Nach Suid. auch der beim Abstimmen die aufgehobenen Hände zählt.
Greek (Liddell-Scott)
χειροσκόπος: -ον, ὁ θεωρῶν καὶ ἐξετάζων τὴν χεῖρα, ὡς τὸ χειρόμαντις, Ἀρτεμίδ. 2. 69. ΙΙ. ὁ μετρῶν τὰς ἀνατεταμένας χεῖρας κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦντες» Τιμ. Λεξικ.
Greek Monolingual
-ον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ο χειρομάντης
2. αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια κατά την ψηφοφορία
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦν
τες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνοσκόπος].