χειρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirovios | |Transliteration C=cheirovios | ||
|Beta Code=xeiro/bios | |Beta Code=xeiro/bios | ||
|Definition= | |Definition=χειρόβιον, [[living by handiwork]], PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
χειρόβιον, living by handiwork, PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid.
German (Pape)
[Seite 1345] von seiner Hände Arbeit lebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ, «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που δεν έχει άλλους πόρους εκτός από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, βιοπαλαιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βίος «ζωή» (πρβλ. πολύβιος)].