χόδανος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chodanos | |Transliteration C=chodanos | ||
|Beta Code=xo/danos | |Beta Code=xo/danos | ||
|Definition=ὁ, = [[ἕδρα]], Hsch. (cf. [[χέζω]]). | |Definition=ὁ, = [[ἕδρα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (cf. [[χέζω]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1361] (von χέζω, κέχοδα), ὁ, der Steiß, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χόδᾰνος: ὁ, ἡ ἕδρα, ὁ πρωκτός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἕδρα, πρωκτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ- της ρίζας του ρ. χέζω, με επίθημα -ανος (πρβλ. στέφανος), και αντιστοιχεί ως προς τον σχηματισμό με το αρχ. ινδ. upa-hadana- «κόπρος, περίττωμα»].