ψηφάς: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psifas | |Transliteration C=psifas | ||
|Beta Code=yhfa/s | |Beta Code=yhfa/s | ||
|Definition= | |Definition=ψηφάδος, ὁ, [[juggler]], Cat.Cod.Astr.7.118, 8(3).110, 8(4).217. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ψηφάδος, ὁ, juggler, Cat.Cod.Astr.7.118, 8(3).110, 8(4).217.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφάς: -άδος, ὁ, ὀφθαλμοπλάνος, γόης, ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες.. ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων Ἀθαν. 2, 298C· ὡσαύτως ψηφᾶς, ἃ ἴδε Δουκάγγ.· πρβλ. ψηφοπαίκτης.
Greek Monolingual
και ψηφᾱς, -άδος, ὁ, Α
θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός («ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες... ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. κοιλάς)].