δνοφώδης: Difference between revisions
From LSJ
(a) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] ες, dunkel, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] ες, dunkel, Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δνοφώδης''': -ες, = [[δνοφερός]], Εὐρ. Τρῳ. 79 (κατὰ Δινδ. ἀντὶ γνοφώδη), Ἱππ. 308. 22˙ μεταγεν. γνοφ-, Πλούτ. 2. 949Α, κτλ. (Περὶ τῆς συγγενείας τοῦ [[δνόφος]], γνόφος, πρὸς τὰ [[κνέφας]], [[ζόφος]], ἀλλ’ οὐχὶ πρὸς τὸ [[νέφος]], ἴδε Κούρτ. σ. 657). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:17, 5 August 2017
English (LSJ)
ες,
A = δνοφερός, E.Tr.79 (as Dind. for γνοφώδη), Hp.Morb.Sacr.16; later γνοφ- (q. v.).
German (Pape)
[Seite 651] ες, dunkel, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, Εὐρ. Τρῳ. 79 (κατὰ Δινδ. ἀντὶ γνοφώδη), Ἱππ. 308. 22˙ μεταγεν. γνοφ-, Πλούτ. 2. 949Α, κτλ. (Περὶ τῆς συγγενείας τοῦ δνόφος, γνόφος, πρὸς τὰ κνέφας, ζόφος, ἀλλ’ οὐχὶ πρὸς τὸ νέφος, ἴδε Κούρτ. σ. 657).