περιλάλητος: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perilalitos | |Transliteration C=perilalitos | ||
|Beta Code=perila/lhtos | |Beta Code=perila/lhtos | ||
|Definition=περιλάλητον, [[much talked of]], [[famous]], of things and persons, Agath.2.15,4.26, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]s.v. [[περιλεσχήνευτος]]. | |Definition=περιλάλητον, [[much talked of]], [[famous]], of things and persons, Agath.2.15,4.26, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[περιλεσχήνευτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:07, 23 March 2024
English (LSJ)
περιλάλητον, much talked of, famous, of things and persons, Agath.2.15,4.26, Hsch. s.v. περιλεσχήνευτος.
German (Pape)
[Seite 581] beschwatzt, beredet, Ar. frg. bei D. L. 9, 18, nach Brunck's Aenderung.
Greek (Liddell-Scott)
περιλάλητος: [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται λόγος, περιβόητος, Ἡσύχ., ἐν λ. περιλεσχήνευτος· ὁ βασιλεὺς ὁ πᾶσι περιλάλητος Ὁλόβολος ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 5, σ. 162, Κ Μανασσ. Χρον. 2080, 5005, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / περιλάλητος, -ον, ΝΜΑ περιλαλώ
αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περιώνυμος, ονομαστός, ξακουστός.