διασκεδαστικός: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] zerteilend, von Arzeneien, Diosc. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεδαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τερπνός]], [[ψυχαγωγικός]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[γελοίος]], [[κωμικός]], μη [[σοβαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[διασπορά]] ή [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[πέψη]], [[χωνευτικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεδαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τερπνός]], [[ψυχαγωγικός]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[γελοίος]], [[κωμικός]], μη [[σοβαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[διασπορά]] ή [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[πέψη]], [[χωνευτικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
διασκεδαστική, διασκεδαστικόν, fitted for dispersing or digesting, ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115.
Spanish (DGE)
-ή, όν
que disipa o desintegra las cataratas oculares, Dsc.3.80, δύναμις ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.
German (Pape)
[Seite 602] zerteilend, von Arzeneien, Diosc.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διασκεδαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. τερπνός, ψυχαγωγικός
2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση
2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός.