ὀρώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orodis | |Transliteration C=orodis | ||
|Beta Code=o)rw/dhs | |Beta Code=o)rw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ὀρῶδες, ([[ὄρος]])<br><span class="bld">A</span> [[mountainous]], EM208.4.<br><span class="bld">II</span> ([[ὀρός]]) [[like whey]], [[serous]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.9.7, Gal.''UP''14.13, cf. 6.765 K. [Freq. <b class="b3">ὀρρ-</b> in codd.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
ὀρῶδες, (ὄρος)
A mountainous, EM208.4.
II (ὀρός) like whey, serous, Thphr. CP 5.9.7, Gal.UP14.13, cf. 6.765 K. [Freq. ὀρρ- in codd.]
German (Pape)
[Seite 390] ες, 1) (ὄρος) bergartig, gebirgig, VLL, – 2) (ὀρός) molkenartig, molkig, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρώδης: -ες, (ὄρος) ὀρεινός, ἀντὶ ὀροειδής, Ἐτυμολ. Μέγ. 208. 4.
Greek Monolingual
(I)
και ορρώδης, -ες (Α ὀρώδης και ὀρρώδης, -ῶδες) ορός
αυτός που μοιάζει με ορό
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που αποτελείται ή παράγει υγρό που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες εξίδρωμα» β. «ορώδης μηνιγγίτιδα»).
(II)
ὀρώδης, -ῶδες (Α) [όρος (II)]
ορεινός, βουνήσιος.