τριγωνοειδής: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trigonoeidis | |Transliteration C=trigonoeidis | ||
|Beta Code=trigwnoeidh/s | |Beta Code=trigwnoeidh/s | ||
|Definition=τριγωνοειδές, [[triangular-shaped]], ῥαφαί Arist.''HA''516a19; Ἰταλία τῷ σχήματι τ. Plb.2.14.4; <b class="b3">τ. δύναμις</b> Theo Sm.p.37 H. Adv. [[τριγωνοειδῶς]] Eust. ad D.P.242. | |Definition=τριγωνοειδές, [[triangular-shaped]], ῥαφαί [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''516a19; Ἰταλία τῷ σχήματι τ. Plb.2.14.4; <b class="b3">τ. δύναμις</b> Theo Sm.p.37 H. Adv. [[τριγωνοειδῶς]] Eust. ad D.P.242. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 22:10, 24 November 2023
English (LSJ)
τριγωνοειδές, triangular-shaped, ῥαφαί Arist.HA516a19; Ἰταλία τῷ σχήματι τ. Plb.2.14.4; τ. δύναμις Theo Sm.p.37 H. Adv. τριγωνοειδῶς Eust. ad D.P.242.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de triangle, triangulaire.
Étymologie: τρίγωνον, εἶδος.
German (Pape)
ές, in Gestalt, Form eines Dreiecks; Arist. H.A. 3.7; Pol. 2.14.4.
Russian (Dvoretsky)
τρῐγωνοειδής: имеющий треугольную форму, похожий на треугольник Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγωνοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος τριγώνῳ, ἔχων σχῆμα τριγώνου, ῥαφαὶ τοῦ κρανίου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 3˙ Ἰταλία τῷ σχήματι τρ. Πολύβ. 2. 14, 4, κλπ. Ἐπίρρ. τριγωνοειδῶς, Εὐστ. εἰς Ἰλ. Ζ. 269 καὶ εἰς Διονύσ. Περιηγ. 242, 331.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα τριγώνου.
επίρρ...
τριγωνοειδώς / τριγωνοειδῶς ΝΜΑ
με σχήμα τριγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον + -ειδής].
Greek Monotonic
τρῐγωνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα τριγώνου, σε Πολύβ.
Middle Liddell
τρῐγωνο-ειδής, ές εἶδος
triangular-shaped, Polyb.