ὀροβίτης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀροβίτης]], ὁ, θηλ. | |mltxt=[[ὀροβίτης]], ὁ, θηλ. ὀροβῖτις (Α)<br /><b>1.</b> [[λίθος]] όμοιος ή [[ισομεγέθης]] με κόκκο ορόβου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[είδος]] παρασκευασμένης χρυσόκολλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄροβος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[δαφνίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:54, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, similar to vetch, like vetch, of the size of the vetch (ὄροβος), λίθος D.S.3.13:—fem. ὀροβῖτις, prepared chrysocolla, Plin.HN33.89.
German (Pape)
ὁ, der Kichererbse ähnlich, λίθος, DS. 3.13.
Russian (Dvoretsky)
ὀροβίτης: ου (ῑ) adj. m похожий на горошину вики (λίθος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀροβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς ὄροβον ἢ ἔχων τὸ μέγεθος αὐτοῦ, Διόδ. 3. 13· θηλ. ὀροβῖτις, ἴδε ἐν λέξ. χρυσόκολλα.
Greek Monolingual
ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῖτις (Α)
1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου
2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δαφνίτης)].