τειχομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τειχομάχος
|Full diacritics=τειχομᾰ́χος
|Medium diacritics=τειχομάχος
|Medium diacritics=τειχομάχος
|Low diacritics=τειχομάχος
|Low diacritics=τειχομάχος

Latest revision as of 16:13, 4 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχομᾰ́χος Medium diacritics: τειχομάχος Low diacritics: τειχομάχος Capitals: ΤΕΙΧΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: teichomáchos Transliteration B: teichomachos Transliteration C: teichomachos Beta Code: teixo/maxos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, defending a wall, App.Hisp. 93: but τ. σίδηρος for demolishing walls, Id.BC5.36: = vinearius, Lyd.Mag.1.46.

German (Pape)

[Seite 1081] um die Mauern kämpfend, Burgen belagernd und bestürmend, s. τειχομάχης.

Greek Monolingual

ο / τειχομάχος, -ον, ΝΜΑ τειχομαχῶ
1. (για πρόσ.) αυτός που μάχεται πάνω στο τείχος, που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη
2. (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «τειχομάχος σίδηρος», Αππ.
β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.).