σπλαγχνοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(a) |
(6_17) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0922.png Seite 922]] Eingeweide beschauend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0922.png Seite 922]] Eingeweide beschauend, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σπλαγχνοσκόπος''': -ον, ὁ ἐξετάζων τὰ σπλάγχνα τοῦ θύματος [[ὅπως]] προφητεύσῃ ἐξ αὐτῶν, Λατ. extispex, Θεοφάν. Χρον. 43C. - [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] σπλαγχνοσκοπέω, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 13, καὶ οὐσιαστ. σπλαγχνοσκοπία, ἡ, Ἑρμείας ἐν Πλάτ. Φαίδρ. σελ. 109. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 922] Eingeweide beschauend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπλαγχνοσκόπος: -ον, ὁ ἐξετάζων τὰ σπλάγχνα τοῦ θύματος ὅπως προφητεύσῃ ἐξ αὐτῶν, Λατ. extispex, Θεοφάν. Χρον. 43C. - ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα σπλαγχνοσκοπέω, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 13, καὶ οὐσιαστ. σπλαγχνοσκοπία, ἡ, Ἑρμείας ἐν Πλάτ. Φαίδρ. σελ. 109.