σπλαγχνοσκόπος

German (Pape)

[Seite 922] Eingeweide beschauend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπλαγχνοσκόπος: -ον, ὁ ἐξετάζων τὰ σπλάγχνα τοῦ θύματος ὅπως προφητεύσῃ ἐξ αὐτῶν, Λατ. extispex, Θεοφάν. Χρον. 43C. - ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα σπλαγχνοσκοπέω, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 13, καὶ οὐσιαστ. σπλαγχνοσκοπία, ἡ, Ἑρμείας ἐν Πλάτ. Φαίδρ. σελ. 109.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
αυτός που εξετάζει τα σπλάγχνα τών θυσιαζόμενων ζώων για να μαντέψει το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος].