κορμολογία: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kormologia
|Transliteration C=kormologia
|Beta Code=kormologi/a
|Beta Code=kormologi/a
|Definition=ἡ, [[collect]]ing of [[κορμός|κορμοί]] (cf. [[κορμός]] (A) 2), ''Sammelb.''5126.25 (iii A. D.).
|Definition=ἡ, [[collecting of trunks]] (cf. [[κορμός]] (A) 2), ''Sammelb.''5126.25 (iii A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορμολογία]], ἡ (Α)<br /><b>πάπ.</b><br /><b>1.</b> η [[συλλογή]] κορμών<br /><b>2.</b> η [[διευθέτηση]] της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] με σημ. «[[συλλογή]]» (<span style="color: red;"><</span> -<i>λογῶ</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. [[καρπολογία]], [[ψηφολογία]].
|mltxt=[[κορμολογία]], ἡ (Α)<br /><b>πάπ.</b><br /><b>1.</b> η [[συλλογή]] κορμών<br /><b>2.</b> η [[διευθέτηση]] της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] με σημ. «[[συλλογή]]» (<span style="color: red;"><</span> -<i>λογῶ</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. [[καρπολογία]], [[ψηφολογία]].
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 30 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορμολογία Medium diacritics: κορμολογία Low diacritics: κορμολογία Capitals: ΚΟΡΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kormología Transliteration B: kormologia Transliteration C: kormologia Beta Code: kormologi/a

English (LSJ)

ἡ, collecting of trunks (cf. κορμός (A) 2), Sammelb.5126.25 (iii A. D.).

Greek Monolingual

κορμολογία, ἡ (Α)
πάπ.
1. η συλλογή κορμών
2. η διευθέτηση της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + -λογία με σημ. «συλλογή» (< -λογῶ < -λογος < λόγος), πρβλ. καρπολογία, ψηφολογία.