ἀντεπίθεσις: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεπίθεσις''': -εως, ἡ, ἀμοιβαία [[ἐπίθεσις]], [[προσβολή]], [[ἅμιλλα]], Φίλων 1. 7.
|lstext='''ἀντεπίθεσις''': -εως, ἡ, ἀμοιβαία [[ἐπίθεσις]], [[προσβολή]], [[ἅμιλλα]], Φίλων 1. 7.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀντεπίθεσις]])<br /><b>1.</b> [[επίθεση]] [[εναντίον]] επιτιθέμενου<br /><b>2.</b> [[επιθετικός]] [[ελιγμός]] που αναλαμβάνει ο αμυνόμενος για να ανακόψει την [[προέλαση]] εκείνου που επιτίθεται.
}}
}}

Revision as of 09:12, 18 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπίθεσις Medium diacritics: ἀντεπίθεσις Low diacritics: αντεπίθεσις Capitals: ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΙΣ
Transliteration A: antepíthesis Transliteration B: antepithesis Transliteration C: antepithesis Beta Code: a)ntepi/qesis

English (LSJ)

-εως, ἡ, mutual attack, contention, Ph. 1.7, al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
ataque, disputa mutua entre hombres y mujeres, Ph.2.278, fig. entre el día y la noche, Ph.1.7.

German (Pape)

[Seite 247] ἡ, gegenseitiger Angriff, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπίθεσις: -εως, ἡ, ἀμοιβαία ἐπίθεσις, προσβολή, ἅμιλλα, Φίλων 1. 7.

Greek Monolingual

η (Α ἀντεπίθεσις)
1. επίθεση εναντίον επιτιθέμενου
2. επιθετικός ελιγμός που αναλαμβάνει ο αμυνόμενος για να ανακόψει την προέλαση εκείνου που επιτίθεται.