μυληθρίς: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυληθρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] σκαθαριού που ζει σε μύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρίς</i> (<b>πρβλ.</b> [[μυλωθρίς]])].
|mltxt=[[μυληθρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />[[είδος]] σκαθαριού που ζει σε μύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρίς</i> (<b>πρβλ.</b> [[μυλωθρίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠληθρίς Medium diacritics: μυληθρίς Low diacritics: μυληθρίς Capitals: ΜΥΛΗΘΡΙΣ
Transliteration A: mylēthrís Transliteration B: mylēthris Transliteration C: mylithris Beta Code: mulhqri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = μυλακρίς ΙΙ, Poll.7.19.

Greek Monolingual

μυληθρίς, -ίδος, ἡ (Α)
είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -θρίς (πρβλ. μυλωθρίς)].